- προέγνω
- προέγνω , προγιγνώσκωknowaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγιγνώσκω — ΝΑ, και ιων. και μτνν. τ. προγινώσκω Α 1. γνωρίζω ή καταλαβαίνω κάτι εκ τών προτέρων («τά τε παρεόντα καὶ τὰ προγεγονότα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι προγιγνώσκειν», Ιπποκρ.) 2. προαισθάνομαι κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προμαντεύω αρχ. 1 … Dictionary of Greek